- σταφυλητόμος
- στᾰφῠλη-τόμος, ον,A grape-cutting, Nonn.D.7.165.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σταφυλητόμος — ον, Α αυτός που κόβει σταφύλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταφυλή + τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. λα τόμος] … Dictionary of Greek
σταφυλητόμον — σταφυλητόμος grape cutting masc/fem acc sg σταφυλητόμος grape cutting neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τόμος — Α β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. τόμος* «τεμάχιο, τμήμα, κομμάτι» (< τέμνω). Τα παροξύτονα ονόματα σε τόμος είναι αντικειμενικά σύνθετα με α… … Dictionary of Greek